πόλισμαν

πόλισμαν
πόλισμαν, το (λ. αγγλ.), αστυφύλακας, αστυνομικός, αλλ. πολισμάνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πόλισμαν — και πολισμάνος και πολιτσμάνος, ο, Ν αστυφύλακας, αστυνομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. policeman] …   Dictionary of Greek

  • πολιτσμάνος — ο, Ν βλ. πόλισμαν …   Dictionary of Greek

  • αστυφύλακας — ο κατώτερο όργανο στην αστυνομία πόλεων, πόλισμαν, πολιτσμάνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”